χώννυμι — και χωννύω Α μτγν. τ. τού χῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< *χώσ νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση τού άχρηστου ενεστ. χόω, ῶ (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να … Dictionary of Greek
καρανῶσαι — καρᾱνῶσαι , καρανόω achieve aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρανῶσαι — τρᾱνῶσαι , τρανόω make clear aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλινῶσαι — χαλῑνῶσαι , χαλινόω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαλινῶσαι — ἀποχαλινόω unbridle aor inf act ἀποχαλῑνῶσαι , ἀποχαλινόω unbridle aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεχαλίνωσαι — ἐγκεχαλί̱νωσαι , ἐγχαλινόω put a bit in the mouth of perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχαλινῶσαι — ἐγχαλινόω put a bit in the mouth of aor inf act ἐγχαλῑνῶσαι , ἐγχαλινόω put a bit in the mouth of aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχαλινῶσαι — ἐκχαλινόω unbridle aor inf act ἐκχαλῑνῶσαι , ἐκχαλινόω unbridle aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)